- μακρόπνους
- μακρόπνουςdeep-breathedmasc/fem nom plμακρόπνουςdeep-breathedmasc/fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μακρόπνους — ουν και μακρόπνοος, η, ο (Α μακρόπνους, ουν και οος, οον) 1. αυτός που αναπνέει με βαθιά αναπνοή 2. αυτός που διαρκεί επί πολύ χρόνο, που έχει μεγάλη διάρκεια, μακρύς νεοελλ. 1. αυτός που απαιτεί μεγάλο χρονικό διάστημα για να πραγματοποιηθεί… … Dictionary of Greek
μακρόπνουν — μακρόπνους deep breathed masc/fem acc sg μακρόπνους deep breathed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… … Dictionary of Greek
μακρόπνοος — η, ο βλ. μακρόπνους … Dictionary of Greek